- ραδιουργώ
- [радиурго] р. интриновать, склочничать
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ραδιουργώ — ῥᾳδιουργῶ, έω, ΝΜΑ [ραδιουργός] ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ αρχ. 1. κάνω κάτι με ευκολία 2. ενεργώ με απερισκεψία, με… … Dictionary of Greek
ραδιουργώ — ραδιουργώ, ραδιούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ραδιουργώ — ούργησα, μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, διαβάλλω κάποιον ύπουλα: Ευχαρίστησή του ήταν να ραδιουργεί και να συκοφαντεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥᾳδιουργῷ — ῥᾳδιουργός doing things easily masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεχνάζω — Α 1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.) 2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)] … Dictionary of Greek
ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… … Dictionary of Greek
αναχουχουλεύω — 1. αναδεύω, ανακατώνω τη φωτιά 2. αναζητώ, ανασκαλεύω 3. ραδιουργώ, δημιουργώ φασαρίες … Dictionary of Greek
διαβουλεύομαι — (AM διαβουλεύομαι) 1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες 2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι 3. μηχανώμαι, ραδιουργώ αρχ. 1. διαβουλεύω διανύω την περίοδο τής βουλευτικής μου θητείας 2. διαβουλεύομαι α) εξετάζω λεπτομερώς β) αποφασίζω … Dictionary of Greek
καταρραδιουργώ — έω προσπαθώ να βλάψω κάποιον με ραδιουργίες, κατασυκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαδιουργῶ «φέρομαι με δολιότητα, διαβάλλω». Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κατεγχειρώ — κατεγχειρῶ, έω (Α) 1. εξαντλώ το θέμα, πραγματεύομαι πλήρως 2. ραδιουργώ, συνωμοτώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐγ χειρ ώ «αναλαμβάνω»] … Dictionary of Greek
κυρκανώ — κυρκανῶ, άω (Α) 1. ανακινώ, ταράζω, ανακατεύω («καὶ ἔστιν ᾗσι [τὸ αἷμα] κυρκανᾱται», Ιπποκρ.) 2. μτφ. ραδιουργώ, υποκινώ (ὄλεθρόν τιν ἡμᾱς κυρκανᾱν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κυκῶ, παρεκτεταμένος με επίθημα ανῶ. Το ρ οφείλεται σε… … Dictionary of Greek